Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
View word page
τύμβος

-ου, ὁ.

ShortDef

a sepulchral mound, cairn, barrow

Debugging

Headword:
τύμβος
Headword (normalized):
τύμβος
Headword (normalized/stripped):
τυμβος
IDX:
9062
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9063
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}