Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
View word page
τυκτός

-ή, -όν

[τυκ-, τεύχω.]

= τετυγμένος (τεύχω 3) : τυκτῇσι βόεσσιν Il. 12.105 : ἐπὶ κρήνην τυκτήν (i.e. with a basin of wrought stone) Od. 17.206. Cf. Od. 4.627 = Od. 17.169.

Thorough, perfect, regular : τυκτὸν κακόν Il. 5.831.

ShortDef

created

Debugging

Headword:
τυκτός
Headword (normalized):
τυκτός
Headword (normalized/stripped):
τυκτος
IDX:
9061
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9062
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[τυκ-, τεύχω.]</p> <p>= τετυγμένος (τεύχω 3) : τυκτῇσι βόεσσιν Il. 12.105 : ἐπὶ κρήνην τυκτήν (i.e. with a basin of wrought stone) Od. 17.206. Cf. Od. 4.627 = Od. 17.169.</p> <p>Thorough, perfect, regular : τυκτὸν κακόν Il. 5.831.</p>'}