Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
View word page
τρωχάω

[τρέχω. Cf. τροχάω.]

ShortDef

to run fast, gallop

Debugging

Headword:
τρωχάω
Headword (normalized):
τρωχάω
Headword (normalized/stripped):
τρωχαω
IDX:
9058
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9059
Key:

Data

{'content': '<p>[τρέχω. Cf. τροχάω.]</p>'}