Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
View word page
τρωτός

[τρώω.]

ShortDef

to be wounded, vulnerable

Debugging

Headword:
τρωτός
Headword (normalized):
τρωτός
Headword (normalized/stripped):
τρωτος
IDX:
9057
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9058
Key:

Data

{'content': '<p>[τρώω.]</p>'}