Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
View word page
τρώσῃς

2 sing. aor. subj. τρώω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρώσῃς
Headword (normalized):
τρώσῃς
Headword (normalized/stripped):
τρωσης
IDX:
9056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9057
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. aor. subj. τρώω.</p>'}