Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
View word page
τρωπάω
[τρέπω].
3 sing. pa. iterative mid. τρωπάσκετο Il. 11.568.
(ἀπο-, παρα-.)
ShortDef
to turn constantly, change
Debugging
Headword:
τρωπάω
Headword (normalized):
τρωπάω
Headword (normalized/stripped):
τρωπαω
IDX:
9055
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9056
Key:
Data
{'content': '<p>[τρέπω].</p> <p>3 sing. pa. iterative mid. τρωπάσκετο Il. 11.568.</p> <p>(ἀπο-, παρα-.)</p>'}