Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
View word page
τρύφος

τό

[θρύπτω, to break.]

A part broken off : τὸ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4.508.

ShortDef

that which is broken off, a piece, morsel, lump

Debugging

Headword:
τρύφος
Headword (normalized):
τρύφος
Headword (normalized/stripped):
τρυφος
IDX:
9051
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9052
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[θρύπτω, to break.]</p> <p>A part broken off : τὸ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4.508.</p>'}