Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
View word page
τρυφάλεια

-ης, ἡ

[τρυ-, a stem of τέσσαρες + φάλος. Properly an adj. (sc. κόρυς). Thus (a helmet) with four φάλοι.]

ShortDef

a helmet

Debugging

Headword:
τρυφάλεια
Headword (normalized):
τρυφάλεια
Headword (normalized/stripped):
τρυφαλεια
IDX:
9050
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9051
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[τρυ-, a stem of τέσσαρες + φάλος. Properly an adj. (sc. κόρυς). Thus (a helmet) with four φάλοι.]</p>'}