Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
View word page
τρυπάω
[cf. τρύπανον.]
3 sing. pres. opt. τρυπῷ (app. contr. fr. τρυπάοι).
ShortDef
to bore, pierce through
Debugging
Headword:
τρυπάω
Headword (normalized):
τρυπάω
Headword (normalized/stripped):
τρυπαω
IDX:
9049
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9050
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. τρύπανον.]</p> <p>3 sing. pres. opt. τρυπῷ (app. contr. fr. τρυπάοι).</p>'}