Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
View word page
τρύπανον

-ου, τό

[cf. τρυπάω.]

An instrument for boring, a drill Od. 9.385.

ShortDef

a borer, auger

Debugging

Headword:
τρύπανον
Headword (normalized):
τρύπανον
Headword (normalized/stripped):
τρυπανον
IDX:
9048
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9049
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[cf. τρυπάω.]</p> <p>An instrument for boring, a drill Od. 9.385.</p>'}