Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
τρώκτης
View word page
τροχός
-οῦ, ὁ
[τρέχω.]
ShortDef
wheel
running, tripping
Debugging
Headword:
τροχός
Headword (normalized):
τροχός
Headword (normalized/stripped):
τροχος
IDX:
9044
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9045
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[τρέχω.]</p>'}