Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
τρώγω
View word page
τροχάω
[τρέχω. Cf. τρωχάω.]
Acc. sing. masc. pres. pple. τροχόωντα.
ShortDef
revolve
Debugging
Headword:
τροχάω
Headword (normalized):
τροχάω
Headword (normalized/stripped):
τροχαω
IDX:
9043
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9044
Key:
Data
{'content': '<p>[τρέχω. Cf. τρωχάω.]</p> <p>Acc. sing. masc. pres. pple. τροχόωντα.</p>'}