Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
τρύφος
τρύχω
View word page
τροφός
-οῦ, ἡ
[τρέφω.]
ShortDef
a feeder, rearer, nurse
Debugging
Headword:
τροφός
Headword (normalized):
τροφός
Headword (normalized/stripped):
τροφος
IDX:
9042
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9043
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ἡ</p> <p>[τρέφω.]</p>'}