Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
τρυφάλεια
View word page
τρόφις

[τρέφω.]

ShortDef

well-fed, stout, large

Debugging

Headword:
τρόφις
Headword (normalized):
τρόφις
Headword (normalized/stripped):
τροφις
IDX:
9040
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9041
Key:

Data

{'content': '<p>-ι</p> <p>[τρέφω.]</p>'}