Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
τρυπάω
View word page
τροπός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
a twisted leathern thong
Debugging
Headword:
τροπός
Headword (normalized):
τροπός
Headword (normalized/stripped):
τροπος
IDX:
9039
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9040
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}