Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
τρύπανον
View word page
τρόπις
ἡ.
ShortDef
a ship's keel
Debugging
Headword:
τρόπις
Headword (normalized):
τρόπις
Headword (normalized/stripped):
τροπις
IDX:
9038
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9039
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ.</p>'}