Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
τρύξοντα
View word page
τροπή
-ῆς, ἡ
[τρέπω.]
ShortDef
a turn, turning
Debugging
Headword:
τροπή
Headword (normalized):
τροπή
Headword (normalized/stripped):
τροπη
IDX:
9037
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9038
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[τρέπω.]</p>'}