Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
τροχάω
τροχός
τρυγάω
τρύζω
View word page
τροπέω

[τρέπω.]

(παρα-, περι-)

ShortDef

to turn

Debugging

Headword:
τροπέω
Headword (normalized):
τροπέω
Headword (normalized/stripped):
τροπεω
IDX:
9036
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9037
Key:

Data

{'content': '<p>[τρέπω.]</p> <p>(παρα-, περι-)</p>'}