Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπός
τρόφις
τροφόεις
τροφός
View word page
τρῖψαι

aor. infin. τρίβω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρῖψαι
Headword (normalized):
τρῖψαι
Headword (normalized/stripped):
τριψαι
IDX:
9032
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9033
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. τρίβω.</p>'}