Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
τροπέω
τροπή
τρόπις
View word page
τρίχα
[τρι-, τρεῖς.]
ShortDef
threefold, in three parts
Debugging
Headword:
τρίχα
Headword (normalized):
τρίχα
Headword (normalized/stripped):
τριχα
IDX:
9028
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9029
Key:
Data
{'content': '<p>[τρι-, τρεῖς.]</p>'}