Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
τρομέω
τρόμος
View word page
τρίτατος
-η, -ον
[τρί-τ-ατος, τρι-, τρεῖς + ordinal suff. (cf. τρίτος) + superl. suff..]
ShortDef
third (lengthd. poet. for τρίτος)
Debugging
Headword:
τρίτατος
Headword (normalized):
τρίτατος
Headword (normalized/stripped):
τριτατος
IDX:
9025
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9026
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[τρί-τ-ατος, τρι-, τρεῖς + ordinal suff. (cf. τρίτος) + superl. suff..]</p>'}