Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
τριχάϊξ
τρίχες
τριχθά
τρῖψαι
Τροίηθεν
View word page
τρίστοιχος

[τρι-, τρεῖς + στοῖχος, row, line, fr. στείχω.]

ShortDef

in three rows

Debugging

Headword:
τρίστοιχος
Headword (normalized):
τρίστοιχος
Headword (normalized/stripped):
τριστοιχος
IDX:
9023
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9024
Key:

Data

{'content': '<p>[τρι-, τρεῖς + στοῖχος, row, line, fr. στείχω.]</p>'}