Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
τρίχα
View word page
τρίς

[τρεῖς.]

ShortDef

thrice, three times

Debugging

Headword:
τρίς
Headword (normalized):
τρίς
Headword (normalized/stripped):
τρις
IDX:
9018
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9019
Key:

Data

{'content': '<p>[τρεῖς.]</p>'}