Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
τρίτος
View word page
τρίπτυχος

-ον

[τρι-, τρίς + πτυχ-, πτύξ.]

ShortDef

threefold

Debugging

Headword:
τρίπτυχος
Headword (normalized):
τρίπτυχος
Headword (normalized/stripped):
τριπτυχος
IDX:
9017
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9018
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[τρι-, τρίς + πτυχ-, πτύξ.]</p>'}