Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρισχίλιοι
τρίτατος
τριτογένεια
View word page
τρίπος

-ποδος, ὁ

[τρι-, τρεῖς + πούς.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίπος
Headword (normalized):
τρίπος
Headword (normalized/stripped):
τριπος
IDX:
9016
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9017
Key:

Data

{'content': '<p>-ποδος, ὁ</p> <p>[τρι-, τρεῖς + πούς.]</p>'}