Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
τρίπτυχος
τρίς
τρισκαίδεκα
τρισκαιδέκατος
τρίσμακαρ
τριστοιχί
View word page
τρίλλιστος
-ον
[τρι-, τρίς + λίσσομαι.]
Thrice, i.e. greatly, longed for : νύξ Il. 8.488.
ShortDef
thrice
Debugging
Headword:
τρίλλιστος
Headword (normalized):
τρίλλιστος
Headword (normalized/stripped):
τριλλιστος
IDX:
9012
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9013
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[τρι-, τρίς + λίσσομαι.]</p> <p>Thrice, i.e. greatly, longed for : νύξ Il. 8.488.</p>'}