Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
τρίπος
View word page
τρίγληνος
[τρι-, τρεῖς + γλήνη.]
ShortDef
with three pupils
Debugging
Headword:
τρίγληνος
Headword (normalized):
τρίγληνος
Headword (normalized/stripped):
τριγληνος
IDX:
9006
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9007
Key:
Data
{'content': '<p>[τρι-, τρεῖς + γλήνη.]</p>'}