Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
τριπλόος
τρίπολος
View word page
τρίβω

Aor. infin. τρῖψαι Od. 9.333.

(ἀπο-, δια-)

ShortDef

to rub, grind, wear out

Debugging

Headword:
τρίβω
Headword (normalized):
τρίβω
Headword (normalized/stripped):
τριβω
IDX:
9005
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9006
Key:

Data

{'content': '<p>Aor. infin. τρῖψαι Od. 9.333.</p> <p>(ἀπο-, δια-)</p>'}