Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τρίλλιστος
τρίπλαξ
View word page
τρία

neut. τρεῖς.

ShortDef

three (see τρεῖς)

Debugging

Headword:
τρία
Headword (normalized):
τρία
Headword (normalized/stripped):
τρια
IDX:
9003
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9004
Key:

Data

{'content': '<p>neut. τρεῖς.</p>'}