Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
τρίζω
τριήκοντα
τριηκόσιοι
View word page
τρητός

[τρη-, τε-τραίνω.]

ShortDef

perforated, with a hole in it

Debugging

Headword:
τρητός
Headword (normalized):
τρητός
Headword (normalized/stripped):
τρητος
IDX:
9001
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9002
Key:

Data

{'content': '<p>[τρη-, τε-τραίνω.]</p>'}