Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
τρίγληνος
τριγλώχις
τρίετες
View word page
τρέψω

fut. τρέπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρέψω
Headword (normalized):
τρέψω
Headword (normalized/stripped):
τρεψω
IDX:
8998
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8999
Key:

Data

{'content': '<p>fut. τρέπω.</p>'}