Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
τρίαινα
τρίβω
View word page
τρέσ̔σ̓ε
3 sing. aor. τρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρέσ̔σ̓ε
Headword (normalized):
τρέσ̔σ̓ε
Headword (normalized/stripped):
τρεσσε
IDX:
8995
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8996
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τρέω.</p>'}