Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
τραχύς
τρία
View word page
τρέμω
To tremble, shake, quiver : ὑπὸ δʼ ἔτρεμε γυῖα Il. 10.390. Cf. Il. 13.18, Il. 21.507 : Od. 11.527.
ShortDef
to tremble
Debugging
Headword:
τρέμω
Headword (normalized):
τρέμω
Headword (normalized/stripped):
τρεμω
IDX:
8993
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8994
Key:
Data
{'content': '<p>To tremble, shake, quiver : ὑπὸ δʼ ἔτρεμε γυῖα Il. 10.390. Cf. Il. 13.18, Il. 21.507 : Od. 11.527.</p>'}