Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
τρήρων
τρητός
View word page
τραφθῆναι
aor. infin. pass. τρέπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τραφθῆναι
Headword (normalized):
τραφθῆναι
Headword (normalized/stripped):
τραφθηναι
IDX:
8991
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8992
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. pass. τρέπω.</p>'}