Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
τρέψω
τρέω
View word page
τραφερός

-ή, -όν

[τραφ-, τρέφω.]

Absol. in fem., the solid land, the dry land : ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il. 14.308 : Od. 20.98.

ShortDef

well-fed

Debugging

Headword:
τραφερός
Headword (normalized):
τραφερός
Headword (normalized/stripped):
τραφερος
IDX:
8989
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8990
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[τραφ-, τρέφω.]</p> <p>Absol. in fem., the solid land, the dry land : ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il. 14.308 : Od. 20.98.</p>'}