Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
τρέχω
View word page
τράφε
3 sing. aor. τρέφω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τράφε
Headword (normalized):
τράφε
Headword (normalized/stripped):
τραφε
IDX:
8987
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8988
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τρέφω.</p>'}