Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
τρέφω
View word page
τραπέω
[cf. ἀτραπιτός.]
ShortDef
to tread grapes
Debugging
Headword:
τραπέω
Headword (normalized):
τραπέω
Headword (normalized/stripped):
τραπεω
IDX:
8986
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8987
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. ἀτραπιτός.]</p>'}