Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
τρέσ̔σ̓ε
View word page
πραπείομεν

1 pl. aor. subj. pass. τέρπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραπείομεν
Headword (normalized):
πραπείομεν
Headword (normalized/stripped):
πραπειομεν
IDX:
8985
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8986
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. subj. pass. τέρπω.</p>'}