Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
τρέμω
τρέπω
View word page
τραπεΖεύς
[τράπεζα.]
ShortDef
at, of a table
Debugging
Headword:
τραπεΖεύς
Headword (normalized):
τραπεζεύς
Headword (normalized/stripped):
τραπεζευς
IDX:
8984
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8985
Key:
Data
{'content': '<p>[τράπεζα.]</p>'}