Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
πραπείομεν
τραπέω
τράφε
τράφεν
τραφερός
τράφη
τραφθῆναι
τρεῖς
View word page
τράπε
3 sing. aor. τρέπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τράπε
Headword (normalized):
τράπε
Headword (normalized/stripped):
τραπε
IDX:
8982
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8983
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τρέπω.</p>'}