Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
τράπε
τράπεζα
τραπεΖεύς
View word page
τοσσάκι

[τόσος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοσσάκι
Headword (normalized):
τοσσάκι
Headword (normalized/stripped):
τοσσακι
IDX:
8974
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8975
Key:

Data

{'content': '<p>[τόσος.]</p>'}