Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
τόφρα
τράγος
View word page
τόσος
τόσσος
-η, -ον.
ShortDef
so great, so vast
Debugging
Headword:
τόσος
Headword (normalized):
τόσος
Headword (normalized/stripped):
τοσος
IDX:
8971
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8972
Key:
Data
{'content': '<p>τόσσος</p> <p>-η, -ον.</p>'}