Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
τοὔνεκα
View word page
τορέω
3 sing. aor. ἔτορε. (ἀντι-)
ShortDef
to bore through, pierce; proclaim in shrill tones
Debugging
Headword:
τορέω
Headword (normalized):
τορέω
Headword (normalized/stripped):
τορεω
IDX:
8969
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8970
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἔτορε. (ἀντι-)</p>'}