Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
τότε
View word page
τοξοφόρος

-ου

[τόξον + -φορος, φέρω.]

ShortDef

bow-bearing

Debugging

Headword:
τοξοφόρος
Headword (normalized):
τοξοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορος
IDX:
8968
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8969
Key:

Data

{'content': '<p>-ου</p> <p>[τόξον + -φορος, φέρω.]</p>'}