Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
τοσσόσδε
τοσσοῦτος
View word page
τοξότης

[τόξον.]

ShortDef

a bowman, archer

Debugging

Headword:
τοξότης
Headword (normalized):
τοξότης
Headword (normalized/stripped):
τοξοτης
IDX:
8967
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8968
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[τόξον.]</p>'}