Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
τόσσος
View word page
τόξον
-ου, τό.
ShortDef
a bow
Debugging
Headword:
τόξον
Headword (normalized):
τόξον
Headword (normalized/stripped):
τοξον
IDX:
8965
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8966
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}