Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
τοσσάκι
View word page
τοξεύω

[τόξον.]

ShortDef

to shoot with the bow

Debugging

Headword:
τοξεύω
Headword (normalized):
τοξεύω
Headword (normalized/stripped):
τοξευω
IDX:
8964
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8965
Key:

Data

{'content': '<p>[τόξον.]</p>'}