Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
τοσοῦτος
View word page
τοξευτής
ὁ
[τοξεύω.]
ShortDef
bowman, archer
Debugging
Headword:
τοξευτής
Headword (normalized):
τοξευτής
Headword (normalized/stripped):
τοξευτης
IDX:
8963
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8964
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[τοξεύω.]</p>'}