Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τοιόσδε
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
τοσόσδε
View word page
τοξάζομαι

[τόξον.]

(ἐπι-)

ShortDef

to shoot with a bow

Debugging

Headword:
τοξάζομαι
Headword (normalized):
τοξάζομαι
Headword (normalized/stripped):
τοξαζομαι
IDX:
8962
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8963
Key:

Data

{'content': '<p>[τόξον.]</p> <p>(ἐπι-)</p>'}