Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοῖος
τοιόσδε
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
τορνόομαι
τόσος
View word page
τομή
-ῆς, ἡ
[τάμνω.]
ShortDef
stump, section
Debugging
Headword:
τομή
Headword (normalized):
τομή
Headword (normalized/stripped):
τομη
IDX:
8961
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8962
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[τάμνω.]</p>'}